Λημνογράφοι

Ιστολόγιο – Σχολική εφημερίδα του Γυμνασίου Μούδρου

Συνέντευξη από τον εαυτό μου

Στην Ελλάδα ήρθα μαζί με τους γονείς μου όταν ήμουν μικρή για να κάνουμε μια καλύτερη ζωή. Όταν έφυγα από την Αλβανία δεν ήρθα στην Ελλάδα, αλλά έμεινα στην Χαλκιδική, στον Πολύγυρο, για κάποιο διάστημα. Μετά ο μπαμπάς μου, προτού πάρει εμάς από την Αλβανία, είχε έρθει αυτός πρώτα στην Ελλάδα, δηλαδή στην Λήμνο, και έτσι φύγαμε από την Χαλκιδική και ήρθαμε στην Λήμνο, στο χωριό Ρουσσοπούλι. Εκεί οι γονείς μου γνώρισαν πολύ κόσμο και κάνανε παρέα. Έτσι γνώρισα κι εγώ πρώτα την Ολυμπία και μετά στο νήπιο όλα τα παιδιά που ήμασταν στο δημοτικό.

Στο Ρουσοπούλι οι κάτοικοι δεν είπαν τίποτα, μας δέχτηκαν και μας συμπαθούσαν. Όταν ήρθα, δε μας άρεσε εμένα και της μαμάς μου εδώ και θέλαμε να φύγουμε. Αλλά όταν γνώρισε την κ. Ρούλα, που είναι μια πολύ καλή κυρία που με βοήθησε πάρα πολύ με τη γλώσσα, δηλαδή με τα ελληνικά, και όταν ήμουν μικρή και δεν πήγαινα ακόμα νήπιο, κοιμόμουν μαζί της, και είναι σαν δεύτερη μαμά μου, ώσπου πήγα νήπιο και τότε κατάλαβα. Αλλά όταν πήγα δημοτικό πήγαινα και τη βοηθούσα στο μαγαζί το καλοκαίρι γιατί το χειμώνα με βοηθούσε εκείνη να μάθω να διαβάζω, γιατί οι γονείς μου δεν ήξεραν καλά ελληνικά και δεν μπορούσαν να με βοηθήσουν. Και στην πέμπτη τάξη μεγάλωσα τον εγγονό της, και κάθε καλοκαίρι όταν έρχεται πάω και τον βλέπω και θυμάμαι πόσο πολύ καλή οικογένεια ήταν και είναι αυτοί που μου συμπαραστάθηκαν στα δύσκολα, και όταν τους βλέπω χαίρομαι πάρα πολύ γιατί ήταν οι μόνοι άνθρωποι που μου άνοιξαν τα μάτια (μετά τους γονείς μου) και προχώρησα μπροστά και με έκαναν να νιώσω την αγάπη τους για έναν ξένο άνθρωπο (δηλαδή για έναν Έλληνα). Και τώρα που μεγάλωσα με αυτό τον τρόπο, τους σκέφτομαι και κλαίω γιατί είμαι πολύ ευτυχισμένη που εξακολουθώ να τους βλέπω και αυτοί να με βλέπουν και να με αγαπάνε. Και με θέλουν πάρα πολύ και τους θέλω και εγώ γιατί είναι οι μόνοι που έχω εδώ σαν συγγενείς (εκτός από τους γονείς μου).

Όταν πήγα στο δημοτικό, τα παιδιά και οι δάσκαλοι με αγάπησαν και με ήθελαν. Με τα παιδιά της τάξης μου έκανα πολλή παρέα, αλλά καμιά φορά δε μου συμπεριφέρονταν πολύ καλά, αλλά δε με ένοιαζε και πολύ γιατί δεν ήταν οι μόνοι. Καμιά φορά μαλώναμε μεταξύ μας για άσχετους λόγους. Στην έκτη τάξη ψηφίσαμε για πρόεδρο και βγήκα εγώ. Όλοι χάρηκαν στην αρχή, αλλά όταν τους έβαζα να κάνουμε κάποια δραστηριότητα, μου φέρναν αντίρρηση γιατί μάλλον βαριόντουσαν και δεν κάναμε τίποτα όσο ήμουν εγώ πρόεδρος. Αλλά όταν κάναμε εκλογές για το ποιος θα βγει ταμίας, όλοι χάρηκαν γιατί βγήκε μια Ελληνίδα που την συμπαθούσα. Όταν κάναμε δική μας βιβλιοθήκη, βάλαμε ένα άτομο να γράφει τα βιβλία και ποια παιδιά παίρνουν βιβλίο. Εγώ έπαιρνα βιβλία και μου άρεσαν και έτσι άρχισα να γράφω περίληψη για κάθε βιβλίο, αλλά και έμαθα να διαβάζω πολύ καλά.

Τώρα πήγα γυμνάσιο και τα πράγματα είναι αλλιώς, πολύ διαφορετικά. Γιατί είναι πιο μεγάλο το σχολείο, έχει πολλά παιδιά και καλά, όχι όπως το δημοτικό, έχει πολλούς και καλούς καθηγητές και καθηγήτριες που τους συμπαθώ πάρα πολύ. Σε σχέση με τα παιδιά του τμήματός μου, είναι πολύ καλά παιδιά και ευγενικά και δεν κοροϊδεύουν τόσο πολύ, και έχουμε βγάλει σε όλα τα παιδιά παρατσούκλι και μου αρέσει πάρα πολύ. Κάθε καλοκαίρι έρχονται πάρα πολλά παιδιά στο χωριό μας και κάνω παρέα με όλα, δεν έχουν πρόβλημα που είμαι από άλλη χώρα, δεν τους πειράζει καθόλου. Εγώ θέλω να κάνω παρέα με όλα τα παιδιά του κόσμου, δεν έχω πρόβλημα ούτε για τη χώρα, ούτε για το χρώμα.

Όταν γίνεται κάτι στην τηλεόραση, δεν ξέρουν να κατηγορήσουν τους Έλληνες, αλλά κατηγορούν τους ξένους χωρίς να έχουν αποδείξεις. και αυτό με ενοχλεί γιατί όλοι θεωρούν ότι όπως είναι και οι υπόλοιποι ξένοι κλέφτες, έτσι λένε ότι είμαστε και εμείς χωρίς να ξέρουν. Εμένα δε με ενδιαφέρει γιατί δεν ασχολούμαι με αυτό, γιατί μου φτάνει που πιστεύω στον εαυτό μου. Οι υπόλοιποι άμα θέλουν να πιστεύουν ας πιστεύουν αλλιώς, δε με ενδιαφέρει καθόλου, μου αρκεί που έχω τα αδέρφια μου και παίζω με αυτά ή με βοηθάει ο μεγάλος μου αδερφός στα μαθήματά μου, δηλαδή ό,τι δεν καταλαβαίνω, έχω και τα ξαδέρφια μου εδώ. Α, ξέχασα να πω ότι όλος ο κόσμος λέει ότι οι πιο πολλοί είναι ξένοι και ότι τους παίρνουν τις δουλειές, ναι αλλά και οι Έλληνες πάνε σε άλλα μέρη για να ζήσουν μια καλύτερη ζωή όπως οι ξένοι και δεν είναι ωραίο να μιλάμε για τους άλλους χωρίς να έχουμε δει τα δικά μας προβλήματα γιατί άμα ένας Έλληνας χρειαστεί κάποτε τη βοήθεια του ξένου, ο ξένος μπορεί να τον βοηθήσει αλλά μπορεί και όχι, άμα ο Έλληνας δεν βοηθήσει τον ξένο στις δικές του ανάγκες.

Ο.

Αισιοδοξία και περηφάνια

Ξεκίνησα απ’ το σπίτι ήδη πολύ αγχωμένη. Ήθελε να συναντηθούμε έξω. Δεν μπορούσα να της φέρω αντίρρηση. Περπάταγα γρήγορα, είχα την αίσθηση πως είχα αργήσει. Παράλληλα το μυαλό μου έπαιρνε χίλιες δυο στροφές. Η Αλεξάνδρα μένει στη γειτονιά μου, κάνουμε παρέα. Δεν πρέπει να την φέρω σε δύσκολη θέση. Το καλύτερο θα ήταν να ξέχναγα λίγο πως προέρχεται από μια προσφυγική οικογένεια.

Παράλληλα, καθώς σκεφτόμουν όλα αυτά, τα χέρια μου ανοιγόκλειναν νευρικά το στυλό μου. Επιτέλους έφτασα. Με έπιασε ταχυκαρδία. Με είδε από μακριά και μου χαμογέλασε. Πήρα μια βαριά ανάσα και πήγα κοντά της, αφού ξέχασα το λόγο για τον οποίο είχα πάει εκεί. Το γλυκό της χαμόγελο και τα φωτεινά της μάτια με έκαναν να νιώσω πως δεν υπήρχε λόγος να είμαι αγχωμένη. Όπως εκείνη. Ήταν πρόθυμη. Δεν υπήρχε αμηχανία. Και σιγά-σιγά άρχισε η συνέντευξη, για την οποία πλέον είμαι πολύ περήφανη.

Γιατί γενικότερα το θέμα της και η εξέλιξή της μου έμαθε πως στη ζωή, αν εσύ ο ίδιος είσαι αισιόδοξος και περήφανος γι’ αυτό που πραγματικά είσαι, όλες οι δυσκολίες που υπάρχουν, μικρές ή μεγάλες, είναι μικρά ή μεγάλα παραμύθια που σου διδάσκουν την πραγματική ζωή. Τη ζωή που αν θέλει κάποιος να τη ζήσει όπως της αξίζει, πρέπει να έχει την περηφάνια και την αισιοδοξία που έχει ένας πρόσφυγας.

– Λοιπόν Αλεξάνδρα, μίλησέ μου για την οικογένειά σου.

– Ο πατέρας μου ήταν δημοσιογράφος σ’ ένα κρατικό κανάλι στην Αλβανία. Και η μητέρα μου οικιακά.

– Δηλαδή είσαι από την Αλβανία. Πώς βρέθηκε η οικογένειά σου στην Ελλάδα όμως;

– Όπως σου είπα, ο πατέρας μου ήταν δημοσιογράφος σ’ ένα κανάλι το οποίο κατέρρευσε ραγδαία. Έψαχνε μήνες και μήνες να βρει μια αξιοπρεπή εργασία, μάταια όμως. Η μητέρα μου έχει τελειώσει μόνο το γυμνάσιο και δεν μπορούσε ούτε αυτή να βρει μια δουλειά που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της οικογένειάς μας.

– Τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα. Καταλαβαίνω. Έτσι αποφασίσατε να έρθετε στην Ελλάδα για μια καλύτερη ζωή. Εσύ, όταν στο ανακοίνωσαν οι γονείς σου, πως έπρεπε να φύγετε απ’ τη χώρα σας, πώς αντέδρασες; Σίγουρα δεν ήταν εύκολο για σένα.

– Ακριβώς έτσι. Δεν ήταν καθόλου εύκολο. Όμως όσο κι αν δεν ήθελα, δεν είχα άλλη επιλογή.

– Μήπως θυμάσαι την πρώτη εικόνα, την πρώτη σκέψη που σου ήρθε όταν στο ανακοίνωσαν;

– Ναι. Πιστεύω πως κάτι τέτοιες στιγμές δεν ξεχνιούνται. Έτρεξα γρήγορα στο δωμάτιό μου βάζοντας τα κλάματα. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Δεν ήθελα καθόλου. Πού θα πήγαινα; Πώς; Τι θα έκανα εκεί μόνη μου; Ερωτηματικά παντού…

– Ναι, αλλά στο τέλος συμβιβάστηκες.

– Δε γινόταν διαφορετικά. Μετά από πολλές συζητήσεις κατάλαβα πόσο πολύ δύσκολα ήταν τα πράγματα.

– Πόσο χρονών ήσουν; Η ηλικία παίζει πολύ σημαντικό ρόλο.

– Στα δεκατρία. Τότε άρχιζα και δημιουργούσα φιλίες, προσωπικότητα, ιδέες. Και ξαφνικά όλα καταστράφηκαν. Έτσι ένιωθα τότε.

– Σε μια τέτοια ηλικία θα σου ήταν πολύ δύσκολο να το καταλάβεις πως δε γινόταν αλλιώς. Τώρα όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά.

– Πολύ πιο καλά. Πλέον η οικογένειά μου οικονομικά είναι μια χαρά, έχουμε μια πολύ καλύτερη ζωή.

– Πολύ ωραία. Μπορείς να μου πεις πώς ένιωθες στην αρχή, τον πρώτο χρόνο, πώς σε αντιμετώπισαν τα παιδιά στην Ελλάδα;

– Από κάποια παιδιά δεν έχω κανένα παράπονο. Βασικά από κανένα παιδί δεν έχω παράπονο. Αυτά δε φταίνε σε τίποτα. Η κοινωνία όμως, έτσι όπως έχει καταντήσει, παρασέρνει τα πάντα.

– Δηλαδή, υπήρχαν και άτομα που δε σου συμπεριφέρθηκαν σωστά;

– Ναι, αλλά δεν κατηγορώ κανέναν. Δε φταίνε αυτοί. Όλα είναι πλέον μια χαρά.

– Περίφημα. Αυτή τη στιγμή τι νιώθεις για τη χώρα σου;

– Ποτέ δεν την ξεχνώ. Μάλιστα πήγα πέρσι το καλοκαίρι για πέντε μέρες σε μια θεία μου εκεί. Ήταν πολύ όμορφα. Ξέρεις τι μου έκανε εντύπωση όμως;

– Τι; Πες μου!

– Όπως σου είπα, όλα ήταν πανέμορφα. Συναντήθηκα και με κάποιους φίλους μου. Και όταν γύρισα, διαπίστωσα κάτι και σοκαρίστηκα.

– Ποιος ο λόγος; απορώ εγώ.

– Ξέρεις, όταν έφυγα με την οικογένειά μου, ξαφνικά κόπηκαν οι σχέσεις μου με όλους όσους νόμιζα φίλους μου. Να φανταστείς τώρα που έλειπα για πέντε μέρες, οι πραγματικοί μου φίλοι με έπαιρναν καθημερινά τηλέφωνο και νοιαζόντουσαν για μένα. Και τότε συνειδητοποίησα πως οι πραγματικοί μου φίλοι είναι ΕΛΛΗΝΕΣ!

Δεν ήξερα τι να πω. Το ύφος της ξαφνικά άλλαξε. Φαινόταν πολύ στεναχωρημένη. Χωρίς να πω τίποτα απολύτως την πλησίασα και της έπιασα το χέρι.

– Μη σε νοιάζει. Μια χαρά είμαι. Έτσι είναι η ζωή, μου λέει με ένα γλυκό χαμόγελο που γέμισε την ψυχή μου με φως και ζεστασιά. Έπειτα μου μίλησε για την Ελλάδα λες και ήταν η πραγματική της χώρα. «Η Ελλάδα μου με έσωσε», είπε στο τέλος. Και εγώ για ακόμη μια φορά καθηλώθηκα.

Η Αλεξάνδρα, σημερινή δεκαεξάχρονη έφηβη, μ’ ένα τόσο καθαρό μυαλό, μ’ ένα τόσο διαφορετικό μάτι, που βλέπει τη ζωή από πολύ χαμηλά και σιγά-σιγά με την αισιοδοξία της την ανεβάζει πολύ ψηλά. Οι γονείς της, περήφανοι για την κόρη τους, άριστη στο ελληνικό σχολείο, έχουν πια μια αξιοπρεπέστατη ζωή στην Ελλάδα.

Πέρασαν πολλά μέχρι να έρθουν σε αυτό το σημείο. Γνώρισαν ανθρώπους κι ανθρώπους… Ο καθένας διαφορετικός. Εξωτερικά μπορεί να έμοιαζαν, στη θρησκεία, στο χρώμα ή στην εθνικότητα, όλοι όμως μέσα τους είναι διαφορετικοί. Άνθρωποι που επιμένουν στις φυλετικές διακρίσεις δεν έχουν μέλλον. Δεν το καταλαβαίνουν όμως. Ζουν στο δικό τους κόσμο. Αυτούς τους ανθρώπους η οικογένεια της Αλεξάνδρας μπορεί να τους γνωρίσει και να τους αποφύγει αν θέλει. Όμως η οικογένεια της Αλεξάνδρας αναγνωρίζει τους ανθρώπους χωρίς να τους χωρίζει σε κατηγορίες, «καλοί» ή «κακοί». Γιατί δε θέλουν. Ξέροντας τι τους περιμένει. Άνθρωπος που δεν έχει και κακές εμπειρίες, δεν μπορεί να επιβιώσει στη σημερινή ζωή. Γιατί όπως λένε κάποιοι: Να μαθαίνεις και από τα λάθη των άλλων!

Μ.